- ξεστοῖσι
- ξεστόςhewnmasc/neut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
ρυτός — (I) ή, όν, Α βλ. ρυτός. (II) ή, όν, Α αυτός που σύρεται, που τόν τραβούν, ελκυστός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυτά τα ηνία αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που απαντά μόνο στην φρ. ῥυτοῖσι λάεσσι. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek